κατεργάρικος

κατεργάρικος
-η, -ο [κατεργάρης]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε κατεργάρη, πανούργος, πονηρός, δόλιος («κατεργάρικα κόλπα»).
επίρρ...
κατεργάρικα
με κατεργάρικο τρόπο, πονηρά, απατηλά, δόλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεργάρικος — η, ο επίρρ. α αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κατεργάρη, πονηρός: Αυτές είναι κατεργάρικες δουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλπουζάνικος — η, ο [καλπουζάνος] αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε καλπουζάνο*. κίβδηλος, πλαστός, ψεύτικος, κατεργάρικος, κάλπικος. επίρρ... καλπουζάνικα δόλια, με απάτη, με κιβδηλεία …   Dictionary of Greek

  • κάλπικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. κίβδηλος: Το νόμισμά σου είναι κάλπικο. 2. δολερός, κατεργάρικος: Είναι κάλπικος χαρακτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαγα(μ)πόντικος — η, ο επίρρ. α (λ. ιταλ.), πονηρός, κατεργάρικος: Μου συμπεριφέρθηκε μπαγαπόντικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”